- επιχρυσωτής
- ο позолотчик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επιχρυσωτής — ο τεχνίτης που κάνει επιχρυσώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον θ. Χ. Φλωρά] … Dictionary of Greek
επιχρυσωτής — ο τεχνίτης ειδικός στο να κάνει επιχρυσώσεις … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)